-
1 вагон
вагон м το βαγόνι; спальный \вагон το βαγκονλί; международный \вагон το βαγόνι εξωτερικού; мягкий \вагон το βαγόνι πρώτης θέσης; купированный (или купейный) \вагон το βαγόνι με κουπέ плацкартный \вагон το βαγόνι χωρίς κουπέ \вагон-ресторан το βαγκονρεστοράν багажный \вагон η σκευοφόρος* * *мτο βαγόνιспа́льный ваго́н — το βαγκονλί
междунаро́дный ваго́н — το βαγόνι εξωτερικού
мя́гкий ваго́н — το βαγόνι πρώτης θέσης
купи́рованный ( или купе́йный) ваго́н — το βαγόνι με κουπέ
плацка́ртный ваго́н — το βαγόνι χωρίς κουπέ
ваго́н-рестора́н — το βαγκονρείσοράν
бага́жный ваго́н — η σκευοφόρος